Η Φύσις είν’ ένας ναός που στύλοι ζωντανοί
λόγια θολά καμμιά φοράν αφίνουν να κυλάνε·
μέσ΄ από δάση σύμβολων οι άνθρωποι περνάνε,
που τους κυττούν με γνώριμη ματιά κι αλαργινή.
Σα μακρινοί αντίλαλοι που συγχιστά σκορπιούνται
σε μιαν ένωση τρίσβαθη, θαμπἠ κι’ ερεβινή,
σαν τη νυχτιά και σαν το φως πελώρια και πυκνή,
τ’αρώματα, τα χρώματα και οι ήχοι ανταπαντιούνται.
Μυρουδιές είναι δροσερές σαν σάρκες παιδικές,
ωσάν τους κάμπους πράσινες, γλυκές σαν τις φλογέρες,
-Και άλλες πλούσιες και ακόλαστες και θριαμβευτικές,
έχοντας το ξετέντωμα των άπειρων πραγμάτων,
σαν το λιβάνι, τη μοσκιά, τα μύρα μεσ’ στις σέρρες,
που τις διαχύσεις τραγουδούν αισθήσεων και πνευμάτων.