Μία λυπημένη κόρη στόν καθρέφτη
με κοιτάζει φρόνιμα και δε θέλει να μιλήσει.
Ύπάρχει ένα γκρί τέρας στην κουζίνα
πού σπάει τα όλα και δε σταματήσει να φωνάζει.
Έχω ένα χέρι στο λαιμό μου
που με λεπτότητα με εμποδίζει να ανασαίνω.
Ένας επίδεσμος μου καλύπτει τα μάτια μου.
Μπορώ να μυρίζω το φόβο και προσεγγίζει.
Έχω έναν κόμπο στα καλώδια
που λερώνει τη φωνή μου όταν τραγουδώ.
Έχω ένα φταίξιμο που με σφίγγει,
ποζάρει στους ώμους μου και μου δυσκολεύει να περπατώ.
(Ρεφραίν)
Μα ζωγράφισα μια βιολετί πόρτα στο στοίχο,
κι όταν έμπενα ελευθέρωσα
όπως αναπλώνεται ένα πανί πλοίου.
Ξύπνησα σ'ένα πράσινο λιβάδι πολύ μακριά απ'δώ.
Έτρεξα, φόναξα, γέλασα.
Ξέρω ότι δε θέλω, τώρα είμαι ασφαλής.
Ένα λουλούδι που μαραίνεται,
ένα δένδρο που δεν μεγαλώνει γιατί δεν είναι το δικό του τόπο.
Μια τιμωρία που μου επιβάλλεται.
Ένας στοίχος που με διαγράφει και με ακυρώνει.
Έχω όλο το σώμα μου δεσμευμένο,
τά χέρια μου σκασμένα, χίλιες ρυτίδες στο δέρμα μου.
Τα φαντάσματα μιλούν στο αυχένα,
ξανανοίγεται η πληγή και μου ματώνει.
Υπάρχει μια καρδερίνα στο φάρυγγά μου που πετάει με δύναμη.
Έχω ανάνκη να στρέψω το κλειδί και να μήν κοιτάξω πίσω.
Έστι ζωγράφισα... (ρεφραίν) (x2)