Ένας γέρος άντρας στην ακρογιαλιά (ακτή) στο τέλος της ημέρας
Κοιτάζει τον ορίζοντα με το θαλασσινό αεράκι να χτυπά το πρόσωπό του.Ένα θυελλώδες και ταραγμένο νησί,όλες οι εποχές ίδιες.
Άβαφη άγκυρα και ένα καράβι δίχως όνομα.
Θάλασσα χωρίς ακτή για τον εξαφανισμένο άγνωστο.
Ανάβει τον φάρο,ένα φως στην άκρη του κόσμου.
Δείχνοντας τον δρόμο,γεννώντας ελπίδα στις καρδιές τους.
Εκείνοι και τα ταξίδια τους επιστρέφοντας σπίτι από μακρυά.
Αυτό είναι για τους ξεχασμένους,ένα φως στην άκρη του κόσμου.
Ο ορίζοντας κλαίει (πενθεί) τα δάκρυα που άφησε αυτός πριν καιρό πίσω.
Ο γλάρος πετάει,κάνοντας τον να ονειροπολεί.
Το καιρό πριν γίνει ένας εξαφανισμένος του κόσμου.
Πριγκίπισσα μες τον πύργο,παιδιά στα λιβάδια (πεδιάδες).
Η ζωή του έδωσε τα πάντα : ένα νησί του σύμπαντος.
Τώρα η αγάπη του αποτελεί μια ανάμνηση,ένα φάντασμα μες την ομίχλη.Σαλπάρει για μια τελευταία φορά,αποχαιρετώντας τον κόσμο
Άγκυρα στο νερό,πολύ βαθιά στον βυθό της θάλασσας,
Το γρασίδι ακόμη στα πόδια του και ένα χαμόγελο κάτω απ'το μέτωπό του.
Αυτό είναι για τους ξεχασμένους,ένα φως στην άκρη του κόσμου.
Ο ορίζοντας κλαίει (πενθεί) τα δάκρυα που άφησε αυτός πριν καιρό πίσω.
Αυτό είναι για τους ξεχασμένους,ένα φως στην άκρη του κόσμου.
Ο ορίζοντας κλαίει (πενθεί) τα δάκρυα που άφησε αυτός πριν καιρό πίσω.