Κάλυψε, Δία τον ουρανό σου
μ'ένα μανδύα συννέφων
και παίξε -σαν ένα παιδάκι
που αποκεφαλίζει γαϊδουράγκαθα-
με τις βαλανιδιές και τα βουνά
Άλλα άσε τη γη μου
σε ησυχία
Και την καλύβα μου, που δεν έχτισες,
Και το σπιτικό μου
Που για τη φλόγα του
με ζηλεύεις.
Τίποτα πιο θλιβερό δεν γνωρίζω
κάτω από τον ήλιο, από εσάς, ω Θεοί!
Μίζεροι τρέφεστε
από προσφορές
και δεήσεις ψιθυριστές
που γίνονται για τη μεγαλοπρέπειά σας
Και θα πεθαίνατε μέσα στη μιζέρια, αν δεν ήσασταν
για τα παιδιά και τους ζητιάνους
παρηγοριά γεμάτη ελπίδα.
Όταν ήμουν ακόμα παιδί
Και τίποτα δεν γνώριζα
Έστρεφα,χαμένος, το βλέμμα μου
Στον ήλιο, λες και υπήρχε εκεί ψηλά
κάποιος να ακούσει τους θρήνους μου,
μια καρδιά που σαν τη δική μου,
θα έδειχνε συμπόνοια στους καταπιεσμένους
Ποιός με βοήθησε
ενάντια στην αλαζονεία των Τιτάνων;
Ποιος με έσωσε από τον θάνατο, από τη σκλαβιά;
Μόνη σου δεν είσαι που τα κατάφερες αυτά
πυρακτωμένη μου καρδιά;
Και νέα εσύ και καλή
δεν είναι που εξαπατήθηκες, ευχαριστώντας αυτόν που ψηλά κοιμότανε ;
Να σε λατρεύσω; Και γιατί;
Ανακούφισες εσύ ποτέ σου τον πόνο του καταπιεσμένου;
Σκούπισες ποτέ σου τα δάκρυα των πονεμένων;
Δεν είναι ο πανδαμάτωρ χρόνος
και η αποστολή μου στους αιώνες των αιώνων
αυτά που με σφυρηλάτησαν και με έκαναν άνδρα
και που είναι τόσο δικοί μου , όσο και δικοί σου κυρίαρχοι;
Μήπως πέρασε ποτέ από το μυαλό σου
ότι εγώ θα περιφρονούσα ποτέ τη ζωή
και θα κατέφευγα στις ερήμους
γιατί απλα δεν ωρίμασαν
όλα τα λουλούδια των ονείρων μου;
Εδώ είμαι, σφυρηλατώ άντρες
με την Ιδέα μου
Μια φυλή, κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσή μου
Που υποφέρει και κλαίει
Που ευχαριστιέται και χαίρεται
Και εσένα δεν σέβεται.
Όπως ούτε κι εγώ!